κατέδραθον

κατέδραθον
καταδαρθάνω
fall asleep
aor ind act 3rd pl
καταδαρθάνω
fall asleep
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταδαρθάνω — (Α) 1. αποκοιμιέμαι, μέ παίρνει ο ύπνος («ἐν θάμνοισι κατέδραθον», Ομ. Οδ.) 2. περνώ κάπου τη νύχτα, διανυκτερεύω («κατέδαρθον ἐν Θησείῳ ἐν ὅπλοις», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δαρθάνω «κοιμάμαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”